- πραράτιος
- και πραράτριος, ὁ, Αονομασία μήνα στην Επίδαυρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. «πρὸ ἄρατος», όπου η λ. *ἄρατος αμάρτυρη ισοδυναμεί με τους τ. ἄροτος «καλλιεργημένος αγρός» ή ἄρατρον, κρητ. τ. τού ἄροτρον (< ρ. ἀρόω* «εργάζομαι, καλλιεργώ», πρβλ. και Ἀράτυος, προηρόσιος). Ο τ. πραράτριος είναι πιθ. ο αρχαιότερος, ενώ ο τ. πραράτιος μτγν. σχηματισμένος με ανομοιωτική αποβολή τού δεύτερου -ρ-].
Dictionary of Greek. 2013.